ευανάγνωστα

ευανάγνωστα
επίρρ. τροπ., κατά τρόπο που να διαβάζεται εύκολα, καθαρά, ευδιάκριτα: Γράφε ευανάγνωστα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εὐανάγνωστα — εὐανάγνωστος easy to read aloud neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευανάγνωστος — η, ο (Α εὐανάγνωστος, ον) αυτός που είναι καθαρά γραμμένος και επομένως αναγιγνώσκεται εύκολα, ο ευκολοδιάβαστος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ευανάγνωστο(ν) η ευκολία αναγνώσεως ενός γραπτού κειμένου. επίρρ... ευαναγνώστως και ευανάγνωστα με… …   Dictionary of Greek

  • εύδηλος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 461 κάτ.) της Ικαρίας. Βρίσκεται στην βόρεια ακτή του νησιού. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου του νομού Σάμου. Φωτογραφία εποχής του Εύδηλου στην Ικαρία· ο οικισμός αναπτύχθηκε μόλις τις τελευταίες δεκαετίες, σε ό …   Dictionary of Greek

  • καθαρογράφος — ο, η αυτός που γράφει καθαρά, ευανάγνωστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + γράφος*] …   Dictionary of Greek

  • καθαρογραφώ — καθαρογραφώ, έω (Μ) γράφω καθαρά και ευανάγνωστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + γραφῶ (< γραφος*), πρβλ. γελοιο γραφώ, πλαστο γραφώ] …   Dictionary of Greek

  • αποδεικτική διαδικασία — Η διαδικασία συλλογής του αποδεικτικού υλικού για μία δίκη. Περιλαμβάνει τον τρόπο και τα μέσα. Ειδικά στην πολιτική δικονομία, η α.δ. είναι το σύνολο των δικαστικών πράξεων που γίνονται από τους διαδίκους και από το δικαστήριο με σκοπό να… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… …   Dictionary of Greek

  • Μανούτιος, Άλδος — (Aldus Manutius ή Aldo Mannuci, Βασιάνο 1450 – Βενετία 1515). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Ιταλού τυπογράφου, εκδότη, λογίου της Αναγέννησης και ανθρωπιστή. Ο Μ. σπούδασε λατινική φιλολογία στη Ρώμη και στη συνέχεια ελληνική φιλολογία… …   Dictionary of Greek

  • Μαυροκορδάτος — I Επώνυμο οικογένειας λόγιων και πολιτικών, με βυζαντινή καταγωγή. 1. Αλέξανδρος (1791 – 1865). Γιος του Νικολάου (11.), αγωνιστής του 1821, πολιτικός και διακεκριμένος διπλωμάτης. Βλ. λ. Μαυροκορδάτος, Αλέξανδρος. 2. Αλέξανδρος ο εξ απορρήτων… …   Dictionary of Greek

  • καθαρογράφος — ο, η αυτός που γράφει ευανάγνωστα: Φώναξε έναν καθαρογράφο μαθητή να μας αντιγράψει το έγγραφο αυτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”